μικροϊδιοκτήτης

μικροϊδιοκτήτης
ο, θηλ. μικροϊδιοκτήτρια
ιδιοκτήτης μικρής ακίνητης περιουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικροϊδιοκτήτης — ο αυτός που έχει ακίνητη περιουσία μικρής αξίας: Προεκλογικά υποσχέθηκαν μέτρα που θα ευνοούσαν τους μικροϊδιοκτήτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”